- ρασοφόρος μοναχός
- ρασοφόρος μοναχός οрясофорный монах – монах, получивший от игумена благословение носить рясу с клобуком, без мантииЭтим.< ρασο + -φορος < φέρω «ряса + носить»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
μελανοφόρος — και μελανηφόρος, ον (ΑM, Μ και μελαμφόρος, ον) αυτός που φορά μαύρα ενδύματα μσν. το αρσ. ως ουσ. ρασοφόρος, μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φόρος*] … Dictionary of Greek
μελενδύτης — μελενδύτης, ὁ (Μ) ρασοφόρος, μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας + ἐνδύτης (πρβλ. ρακ ενδύτης)] … Dictionary of Greek
ρασοφορώ — έω, Ν φορώ ράσο, είμαι ρασοφόρος, κληρικός ή μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρασοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek